- μυλόδους
- ο (Μ μυλόδους, -οντος)γομφίος, τραπεζίτηςνεοελλ.(παλαιοντ.) γένος νωδών θηλαστικών ζώων που έχουν εκλείψει και τα οποία έφεραν πέντε δακτύλους στα εμπρόσθια άκρα και τέσσερεις στα οπίσθια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + ὀδούς, -όντος].
Dictionary of Greek. 2013.