μυλόδους

μυλόδους
ο (Μ μυλόδους, -οντος)
γομφίος, τραπεζίτης
νεοελλ.
(παλαιοντ.) γένος νωδών θηλαστικών ζώων που έχουν εκλείψει και τα οποία έφεραν πέντε δακτύλους στα εμπρόσθια άκρα και τέσσερεις στα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + ὀδούς, -όντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”